Άγριες Μέλισσες: Η Μυρσίνη ομολογεί για τις φωτιές που έβαλε

1876

Η Μυρσίνη Σεβαστού λυγίζει, μπροστά από τα συντρίμμια που άφησε η φωτιά, στις Άγριες Μέλισσες. Όλος της ο κόσμος καταρρέει, με το κακό προαίσθημα που νιώθει να την κυριεύει. Είναι σίγουρη πως κάτι κακό έχει συμβεί και επιβεβαιώνεται, όταν οι κάτοικοι στο χωριό την ενημερώνουν για τα παιδιά της. Ο Κωνσταντής και ο Νικηφόρος αγνοούνται.

Το κτίριο στο οποίο μπήκαν, καλύφθηκε από τις φλόγες. Όλες οι έξοδοι – είσοδοι σκεπάστηκαν από δοκάρια που έπεσαν από τη φωτιά. Οι δύο Σεβαστοί, εγκλωβίστηκαν. Οι ελπίδες να βγουν ζωντανοί από τα αποκαΐδια είναι ελάχιστες. Η Μυρσίνη τρέχει στο σημείο αυτό και ουρλιάζει. Μόνο που, άθελά της, ομολογεί την φρικτή αλήθεια.

Οι κάτοικοι του Διαφανίου ακούν την Μυρσίνη να φωνάζει για τα παιδιά της, αποδεικνύοντας πως εκείνη έβαλε τη φωτιά, στις Άγριες Μέλισσες. “Εγώ τους σκότωσα! Έλα πάρε εμένα Θεέ μου”

Πράγματι, η πρωταγωνίστρια χτυπάει με δύναμη το κεφάλι της, κλαίει, φωνάζει. Κι όλα αυτά, επειδή δεν άκουσε τα λόγια του παιδιού της, του Νικηφόρου, όταν εκείνος είπε: “Σταματήστε αυτό που κάνετε γιατί θα χαθούν κι άλλοι”.

Έτσι, όλοι μαθαίνουν πως πίσω από αυτή την εγκληματική ενέργεια, βρισκόταν η Μυρσίνη. Βέβαια, αποδείξεις δεν υπάρχουν. Άλλωστε, τα λόγια αυτά μπορεί να θεωρηθούν ως λόγια απόγνωσης, μιας μάνας που έχασε τα παιδιά της και έχει το ακαταλόγιστο. Η τιμωρία, όμως, είναι διπλή. Στο σπίτι ο Δούκας θρηνεί τα αδέλφια του και στο δρόμο η Μυρσίνη θρηνεί τα παιδιά της.

ΔΕΙΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ