Ξεκίνα να τις βλέπεις από σήμερα: Οι 15 καλύτερες ταινίες του 2020 είναι μία και μία

623

Είναι κάπως παράδοξο, ίσως και άστοχο να γίνεται μια τέτοια λίστα, μια τέτοια καταμέτρηση σε αυτή τη χρονιά κατά την οποία το σινεμά παγκοσμίως βρέθηκε και βρίσκεται στο έσχατο σημείο.

Είναι δύσκολο να γίνει μια λίστα σε χρονιά που το Netflix, το Amazon και κάθε άλλη streaming πλατφόρμα έκαναν κεφαλαιοποίηση και απέκτησαν τεράστιο προβάδισμα έναντι της εμπειρίας μιας κινηματογραφικής αίθουσας. Ναι, σε πολλούς από εμάς λείπει η μεγάλη οθόνη, όμως ποιος μπορεί να πει πότε θα είμαστε ξανά σε μια αίθουσα;

Έτσι λοιπόν, στις καλύτερες ταινίες της χρονιάς – για τις οποίες απορώ πως μπόρεσα να τις βγάλω 15 – θα αντιληφθείς πως υπάρχει μια κυριαρχία και αυτή είναι του Netflix.

Θα δεις επίσης ότι απουσιάζουν ταινίες που στο εξωτερικό έχουν αποσπάσει έντονα θετικές κριτικές, όπως το Nomadland με την ΜακΝτόρμαντ. Αυτό συμβαίνει γιατί στη λίστα έχουν μπει ταινίες που κυκλοφόρησαν στις ελληνικές αίθουσες ή ήταν προσβάσιμες μέσω κάποιας πλατφόρμας που εκπέμπει στα ελληνικά όρια.

The Hunt
Από το καλοκαίρι του 2019 που ήταν προγραμματισμένο να ξεκινήσει η προώθηση της, ώστε να κυκλοφορήσει αρχές φθινοπώρου στις αίθουσες, φτάσαμε Φεβρουάριο για να προλάβει να κάνει λίγα βήματα στο σινεμά, μέχρι η πανδημία να διακόψει την πορεία της.

Το The Hunt είναι μια ταινία της στιγμής, μια ταινία της συγκεκριμένης περιόδου. Αν τη δεις σήμερα, ενδεχομένως να έχει χάσει πολλά από αυτά που θα σου έδινε στις αρχές του χρόνου ή και ένα χρόνο πριν. Άλλαξαν πολλά απ΄αυτά που σατιρίζει με το ιδιαίτερο κινηματογραφικό της στυλ, αλλά μπαίνει στη λίστα χάρη σε αυτό το πρωταρχικό συναίσθημα.

Τα υπόλοιπα δες τα στο review που είχαμε κάνει.

Είναι Σεπτέμβριος του 2019. Ο προγραμματισμός λέει πως η ταινία θα κυκλοφορήσει στις αίθουσες στις 27 Σεπτεμβρίου, ίδια εβδομάδα με το Joker. Δύο ταινίες με ένα κοινό χαρακτηριστικό: τα όπλα και τους πυροβολισμούς.

Ήταν τότε μια περίοδος που υπήρχαν έντονες μνήμες από περιστατικά πυροβολισμών, ήταν μια περίοδος που σημειώνονταν στις ΗΠΑ μεγάλης ή μικρής κλίμακας υποθέσεις. Κι ενώ το Joker λόγω της φήμης του που προηγείτο μπορούσε να αντέξει στο κλίμα που θα ακολουθούσε, ενώ ήταν επίσης και μια ιστορία βγαλμένη από κόμικς, όσο κι αν την έφερε όσο πιο κοντά γίνεται στην πραγματικότητα ο Φοίνιξ, το The Hunt δε θα μπορούσε να αντέξει.

Ο περασμένος Σεπτέμβριος και το διάστημα μετά ήταν και μια περίοδος για την αμερικανική πολιτική σκηνή που σήμανε μέγιστη πόλωση για Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικάνους χάρη στην υπόθεση του περίφημου Impeachment και γενικώς το timing δε βόλευε. Κατόπιν και της κριτικής που υπήρξε στο άκουσμα της πλοκής, οι παραγωγοί της Blumhouse αποφάσισαν να αναστείλουν την κυκλοφορία μέχρι νεωτέρας.

Στις αρχές Μαρτίου η ταινία κυκλοφόρησε στις αίθουσες, όμως και πάλι το timing δεν την ευνόησε. Μια εβδομάδα μετά όλος ο κόσμος έμπαινε σε καραντίνα λόγω του ιού, οι αίθουσες έκλειναν και έμπαινε μια παύση στο κινηματογραφικό της ταξίδι.

Δεν ξέρουμε πως είχαμε προλάβει, αλλά μπορέσαμε να την δούμε σε μια από τις προβολές. Και πάλι η ταινία δεν ευνοήθηκε από τις περιστάσεις για να γράψουμε νωρίτερα γι΄αυτήν. Πέσαμε όλοι με τα μούτρα στην ειδησεογραφία για τον κορωνοϊό και κάπου ξεχάστηκε.

Τρεις εβδομάδες μετά το ξεκίνημα της καραντίνας, μπορούμε να μιλήσουμε για πράγματα πέραν του ιού, μπορούμε έστω και κλεισμένοι να μιλήσουμε για πράγματα που μας βγάζουν για λίγο από την κλεισούρα.

Το The Hunt είναι μια ταινία που αν πάτε τώρα στο IMDB θα δείτε συνολική βαθμολογία 6.4. Το είδος της ούτως ή άλλως δεν έχει υψηλότερο ταβάνι. Στην περίπτωση της βέβαια το πρόβλημα είναι η εποχή. Στις ΗΠΑ πάλι υπάρχει πόλωση των δύο κομμάτων για τους χειρισμούς της κύβερνησης και επειδή η ταινία αποτυπώνει με έναν ιδιαίτερο τρόπο την αντιπαράθεση αυτών των δύο ιδεολογιών, πολλοί, ρεπουμπλικανικής φιλοσοφίας κυρίως, δεν αντιλήφθηκαν τι θέλει να πει. Όπως άλλωστε χρόνια τώρα δεν αντιλαμβάνονται το πρόβλημα με την οπλοκατοχή.

Στο The Hunt βλέπουμε μια ομάδα από Liberals, φιλελεύθερους, να απαγάγουν μια ομάδα ατόμων βαθιά συντηρητικής ιδεολογίας και να τους αμολάνε σε ένα χωράφι δίνοντας τους όπλα. Οι ίδιοι βρίσκονται σε ένα καταφύγιο και τους σημαδεύουν με όπλα από μακριά. Κάπου εκεί ξεκινάει το κυνήγι. Πριν προλάβουν να ζεσταθούν οι κάνες, οι μισοί έχουν πέσει νεκροί.

Οι αιχμάλωτοι δεν γνωρίζουν που βρίσκονται, δεν ξέρουν ποιον να εμπιστευτούν και κάθε τους βήμα μπορεί να είναι το τελευταίο. Ανάμεσα τους βέβαια βρίσκεται και μια τύπισσα που έχει θητεύσει στον στρατό και έχει γνώσεις για να επιβιώσει. Έχει επίσης το μυαλό για να καταλάβει ποιος την παραμυθιάζει και ποιος όχι, ώστε να μην βρεθεί προ απροόπτου.

Μέσα σε μιάμιση ώρα η ταινία έχει θίξει όχι μόνο την ρεπουμπλικανική αντίληψη περί οπλοκατοχής, αλλά και μια πλειάδα από ζητήματα σαθρής πεποίθησής των, όπως το μεταναστευτικό-προσφυγικό, η ευπάθεια στις ψευδείς ειδήσεις και η αιμοδιψής συμπεριφορά τους στα social media. Δεν αμελεί η ταινία πάντως να θίξει και ενδημικά προβλήματα της δημοκρατικής μεριάς.

Όλα ξεκίνησαν από μια συζήτηση που διακωμωδούσε το κυνήγι ανθρώπων. Η συζήτηση αυτή πήρε δημόσια έκταση και παρόλο που όσοι συμμετείχαν σε αυτή, τόνιζαν πως επρόκειτο για πλάκα, αυτοί που ήθελαν να πιστέψουν, που ήθελαν να τους καταδικάσουν, που ήθελαν να κατασκευάσουν την αλήθεια, έσβησαν τον ισχυρισμό τους. Γι΄αυτό και ήρθε η εκδίκηση με την πραγμάτωση εν τέλει της για πλάκα κουβέντας.

Στο τέλος μένουν δύο γυναίκες από κάθε πλευρά, όμως δεν έχει την κατάληξη μιας κλασικής one man standing ταινίες. Πέραν του ότι εδώ έχουμε one woman standing, εμφανίζεται στο σενάριο και ένα ανατρεπτικό στοιχείο που έρχεται να τοποθετηθεί στο κέντρο των δύο ιδεολογιών που στηλιτεύονται με αυτή την αλληγορία.

Ας ελπίσουμε όταν τελειώσει όλο αυτό, η ταινία να συνεχίσει την διαδρομή της στις αίθουσες και να κριθεί έξω από τα σημερινά πλαίσια, γιατί δεν είναι με τίποτα ταινία-κόπια, ταινία μιμητική. Έχει κάτι να πει. Σίγουρα τα πάντα έχουν ειπωθεί για τα πάντα. Με αυτόν τον τρόπο που το λέει ο σκηνοθέτης του Z For Zachariah, Γκρεγκ Ζόμπελ, και ιδίως ο ταλαντούχος σεναριογράφος Ντέιμον Λίντελοφ (Lost, The Leftovers, Watchmen) όμως, σίγουρα όχι.

The Extraction
Δεν θυμάμαι να έχω τοποθετήσει άλλη φορά σε λίστα ταινία action που να μην είναι ένα μεγάλο franchise, όπως για παράδειγμα το Endgame. Το Extraction μπαίνει δικαιωματικά και γιατί μέχρι πριν λίγο καιρό ήταν η πιο δημοφιλής ταινία στο Netflix με 99 εκατομμύρια προβολές, αλλά και γιατί έχει έναν Κρις Χέμσγουορθ που ξέρει άρτια να αναμειγνύει τις σωματικές με τις ψυχικές του ικανότητες σε ερμηνευτικό επίπεδο.

His House
Σε κόνσεπτ που θυμίζει αρκετά το Us του Τζόρνταν Πιλ, βλέπουμε ένα ζευγάρι προσφύγων από το εμφυλιακό Νότιο Σουδάν, να έχει βρεθεί σε μια μικρή αγγλική πόλη αναζητώντας μια ήρεμη ζωή, μια ζωή με ασφάλεια, δίχως διαρκή φόβο. Κάτι που δεν πρόκειται να το βρουν ούτε εδώ. Το σενάριο και η σκηνοθεσία του Ρέμι Γουίκς είναι σχεδόν αψεγάδιαστα και αυτό αποτυπώνεται και κορυφώνεται στο φινάλε που συμβαίνουν τόσα πολλά, ώστε να χρειάζεται να το ξαναδείς.

Corpus Christi
Ο Ντάνιελ έχει μόλις βγει από τη φυλακή, όπου ανέπτυξε μια βαθιά σχέση με τη θρησκεία, με την πίστη. Κι αυτή τη σχέση θέλει να την δομήσει πάνω σε μια νέα ζωή που θα γεννηθεί από το εκκλησιαστικό σώμα. Θέλει με λίγα λόγια να σπουδάσει στη θεολογική σχολή και να γίνει κληρικός. Το παρελθόν του όμως στέκεται εμπόδιο και αιτία καταφρόνιας από τους φερόμενους ως εκπροσώπους του Θεού που δεν δείχνουν έλεος.

Τότε ο Ντάνιελ αποφασίζει να καταργήσει το συγκεκριμένο αυταρχικό μονοπάτι και βάζει το ράσο χωρίς να σπουδάσει, διεκδικεί θέση σε μια εκκλησία και βρίσκει τη θεολογική κάθαρση που αναζητούσε.

Το Corpus Christi προβλήθηκε μεν στις Κάννες και στο Τορόντο το 2019, αλλά κυκλοφόρησε στις ελληνικές αίθουσες στις αρχές του 2020 και δικαίως κέρδισε τις εντυπώσεις.

αινία του Amazon Prime είναι η πιο αισιόδοξη νότα που μπορείς να βρεις μέσα στο lockdown
Απ΄αυτές τις ταινίες τις απέριττες, τις καθόλου πολύπλοκες που τελικά σε κερδίζουν γιατί σε πετυχαίνουν την κατάλληλη στιγμή.

Καθώς η τέχνη είναι κάτι που δεν υπόκειται σε σταθερές και δεν αποτελεί μια ομαδοποίηση, αλλά ξεχωρίζει τους ανθρώπους ανάλογα με το συναίσθημα που νιώθουν, είναι σημαντικό να το έχουμε στο νου μας πάντα όταν καταπιανόμαστε με αυτήν.

Ακόμα και η ταύτιση με τον εκάστοτε καλλιτέχνη δεν είναι δεδομένη ούτε και αναγκαία. Άπειρες οι φορές που οι δέκτες ερμήνευσαν ένα έργο με τρόπο που ο δημιουργός του δεν το είχε σκεφτεί και του φώτισαν μια νέα πλευρά.

Όλα τα παραπάνω στοιχεία εφαρμόζονται απόλυτα στην ταινία Uncle Frank που κυκλοφόρησε στο Amazon Prime την Ημέρα των Ευχαριστιών.

Δεν είναι μια ιστορία πολυπλοκότητας ή ενδόμυχης αναζήτησης του τι αισθάνεται ο πρωταγωνιστής. Είναι όλα δοσμένα. Ο Φρανκ είναι ένας γκέι άντρας στην Αμερική της δεκαετίας του ’60. Κι αν πρόκειται για μια δεκαετία που έχει ταυτιστεί με το Γούντστοκ και θεωρείται κομμάτι μιας απελευθέρωσης ψυχών, αυτό δεν ίσχυε παρά για λίγους και σίγουρα όχι στα μέρη που γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Φρανκ, ούτε με τα μυαλά που κουβαλά κάθε μέλος της οικογένειας του.

Γι΄αυτό και γρήγορα αποκόπηκε από την οικογένεια και μόλις είδε ότι δεν είχαν σκοπό να τον αποδεχτούν, ιδίως ο πατέρας του, έφυγε και δεν ενέπλεξε ποτέ τη ζωή του μαζί τους. Μέχρι που ένα δείπνο Ευχαριστιών έγινε αιτία για να αναθεωρήσει κάποια πράγματα. Υποκινητής αυτής της συνθήκης η ανιψιά του Μπέτι που ήθελε να τη φωνάζουν Μπεθ.

«Δεν χρειάζεσαι την άδεια και την επιβεβαίωση κανενός για να είσαι αυτό που θες» της λέει ο Φρανκ και αν κάτι τέτοιο ισχύει σε κάτι τόσο απλό όπως η αλλαγή ενός ονόματος, δεν θα πρέπει να ισχύσει περισσότερο σε ζητήματα πολύ πιο σημαντικά για τη ζωή, όπως η υποστήριξη της σεξουαλικότητας του καθενός;

Ένας καθηγητής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης θα βρεθεί σε θέση να θυμηθεί αυτή την αξία από μια 14χρονη κοπέλα με την οποία μέχρι πριν μερικά χρόνια είχαν ανταλλάξει μόνο την συγκεκριμένη συμβουλή.

Το Uncle Frank είναι μια ταινία που δεν απαιτεί πολλά από τον θεατή, δεν επενδύει σε αυξομειώσεις και κλιμάκωση κάποιου δράματος. Έχει τις στιγμές της φόρτισης, αλλά ο δημιουργός της Άλαν Μπολ δεν επιθυμεί να καλύψει με στοιχεία το μήνυμα που θέλει να μεταφέρει η ταινία του που προβλήθηκε πρώτη φορά στο Sundance τον περασμένο Ιανουάριο.

Κι όπως συμβαίνει αρκετά συχνά, είναι ένα θλιβερό γεγονός που φέρνει στην επιφάνεια όλα όσα αφέθηκαν στην τύχη τους και δεν έγιναν όπως επέβαλλε η ψυχική ανάγκη. Ο θάνατος του πατέρα του, γίνεται για τον Φρανκ μια επιταγή, μια συνάντηση με την υποχρέωση του να μη νιώθει πια αποκομμένος και ντροπή για το ότι είναι γκέι κι έχει μια σχέση με έναν άντρα. Η μικρή ανιψιά του γίνεται το όχημα και το ξυπνητήρι για να φτάσει στο σημείο της άνεσης με τις επιλογές της ζωής του.

Υπάρχει ένα στοιχείο που δεν λαμβάνεται συχνά υπ΄όψιν, αλλά αποτελεί όλη την ουσία για την απλότητα της σύνδεσης της ταινίας με τον θεατή. Είναι η χρονική τοποθέτηση. Η ίδια ιστορία αν τοποθετείτο 30 και 40 χρόνια μετά, θα είχε μεν νόημα, μα θα ήταν αναγκασμένη να βυθιστεί σε άλυτα συμπλέγματα και ψυχικούς γόρδιους δεσμούς. Έτσι γίνεται με ταινίες που πατάνε πάνω σε κοινωνικά ζητήματα.

Άλλωστε, ο Μπολ έγραψε το σενάριο αντλώντας αρκετά στοιχεία από την δική του ζωή και οικογένεια, οπότε το σενάριο προδιαθέτει τον θεατή για μια ένωση της μυθοπλασίας με την αλήθεια της κοινωνικής πραγματικότητας. Κι όταν αυτή την πραγματικότητα ο θεατής την ζει στο τώρα, τα πράγματα περιπλέκονται.

Αντίθετα, ο θεατής λογικά δεν έχει καμία βιωματική ιδέα για το 1960 και το 1970, έχει μόνο μια πληροφόρηση κι αυτό εγκαθιστά πιο στέρεα την αληθοφάνεια-αλήθεια της ταινίας.

Σίγουρα το Uncle Frank δεν είναι από τις ταινίες που θα μείνουν ανεξίτηλες. Μεταφέρει όμως ένα αισιόδοξο μήνυμα μέσα από το σκοτάδι και αυτό είναι κάτι που το χρειάζεται ο μέσος θεατής αυτή την περίοδο. Κάπως έτσι έρχεται να δέσει αυτό που λέγαμε στον πρόλογο.

Η στιγμή, το timing ενός έργου τέχνης διαμορφώνει και διαφορετικά την αίσθηση και το σχήμα του, ακόμα και για τον ίδιο δέκτη. Άλλη αίσθηση θα έχεις αν τη δεις τώρα και άλλη αν το επιλέξεις σε ένα χρόνο, ενώ εντελώς αλλιώς θα βρει η ταινία κάποιον άλλο άνθρωπο σε αυτή την εποχή.

Uncle Frank
Σε μια άλλη χρονιά, δίχως πανδημία, πιθανότατα το Uncle Frank να μην βρισκόταν σε ένα τέτοιο κείμενο. Οι καιροί ου μενετοί όμως και η παραγωγή του Amazon Prime άρπαξε την ευκαιρία, όχι μόνο για τα γούστα του γράφοντος, αλλά και για τα γούστα πολλών ανθρώπων που βρήκαν αναγκαία για την εποχή συναισθήματα σε ένα τέτοιο δράμα.

Για αναλυτικότερο σχόλιο τσέκαρε το review.

Da 5 Bloods
Μετά το BlacKKKlansman, ο Σπάικ Λι πετυχαίνει ακόμα ένα πολύ αξιόλογο φιλμ, με ένα στόρι που ξεφεύγει αρκετά από το πολιτικό-κοινωνικό σχόλιο που έχει επιλέξει να κάνει σε όλη την καριέρα του σχεδόν ο Λι.

Στο Da 5 Bloods βλέπουμε 4 κτηνιάτρους να διεκδικούν την επιβίωση τους στην άγρια φύση, να κοντράρονται με τα στοιχεία της που στη ζωή τους μέσα στο προστατευμένο αστικό περιβάλλον τα δαμάζουν με ευκολία. Εδώ όμως οι νόμοι αλλάζουν. Και αλλάζουν όχι μόνο γιατί έχουν μόνο τα χέρια τους και το σώμα τους, αλλά και γιατί αναζητούν έναν θησαυρό μαζί με τα απομεινάρια του αρχηγού τους που πέθανε.

Onward
Τα animation που αποτελούν προϊόν συνεργασίας της Disney και της Pixar, δύσκολα δε βρίσκουν θέση στη λίστα μου. Κι αυτή η ταινία, που αποτελούσε σημαντικό πρότζεκτ εσόδων για την εταιρεία στο πρώτο τρίμηνο της χρονιάς, πρόλαβε μόνο μια εβδομάδα να κυκλοφορήσει στις αίθουσες, άρα δεν είχε το χρόνο να κάνει ένα ολοκληρωμένο ταξίδι. Αυτό δεν αναιρεί πάντως τη δυναμική της και το πόσο καταφέρνει να απευθυνθεί σε ένα πολύ ευρύ ηλικιακό φάσμα.

A White White Day
Το ισλανδικό σινεμά δεν είναι κάτι εύπεπτο, ιδίως για τη νοτιοευρωπαϊκή κινηματογραφική κουλτούρα. Λες και το ψύχος με το οποίο έχουμε συνδέσει ψυχικά το νησιωτικό αυτό κράτος, αποτυπώνεται στη γραφή και στον τρόπο εκφοράς των συναισθημάτων.

Σε μια μικρή ισλανδική πόλη, ο θάνατος μιας γυναίκας οδηγεί σε παράκρουση τον άντρα της και βετεράνο αρχιφύλακα της πόλης, ο οποίος παρασύρεται από την αγάπη του για εκείνη και οδηγείται σε πράξεις βίαιες, επικίνδυνες κυρίως για τον ίδιο και σίγουρα άδικες προς αρκετούς από τους φίλους και συμπολίτες του.

The Life Ahead
Η Σοφία Λόρεν, αν και φτιαγμένη σε αυτόν το ρόλο για να δείχνει μια καταπόνηση και μια αποδοχή του γήρατος, στην πραγματικότητα πετυχαίνει με την ερμηνεία της να λάμπει με τρόπο που δεν τυφλώνει τα μάτια, αλλά την ψυχή.

Υποδυόμενη μια ηλικιωμένη που επιβίωσε του Ολοκαυτώματος, η Λόρεν (Μαντάμ Ρόζα) αναλαμβάνει να φιλοξενήσει έναν ανήλικο από τη Σενεγάλη. Αν και αυτή η συμβίωση θα ξεκινήσει με μια κλοπή της τσάντας της από τον νεαρό, εν τέλει η κατανόηση θα επέλθει ανάμεσα τους και ο Μόμο θα γίνει ο φύλακας-άγγελος της.

The Invisible Man: Ένα ψυχολογικό θρίλερ που θα μπορούσε να είναι η καλύτερη ταινία μιας κανονικής χρονιάς
Θυμίζει αρκετά στη λογική το Get Out, όμως έχει ένα παραπάνω στοιχείο που αφορά το φινάλε.

Όταν μια ταινία ξεκινάει με σκηνή καταδίωξης μιας κοπέλας από τον σύντροφό της, ο οποίος φτάνει στο σημείο να σπάσει το τζάμι του αυτοκινήτου που μπήκε ΜΕ ΤΟ ΧΕΡΙ, τότε μπορείς να φτάσεις εύκολα σε κάποια συμπεράσματα.

Πρώτον, ότι θα δούμε μια ταινία όπου το θύμα της υπόθεσης είναι η κοπέλα και θύτης ο άντρας. Ό,τι κι αν ακολουθήσει. Ακόμα κι αν ακολουθούσε ταινία εκδίκησης της, πάλι ως θύμα θα είχε ξεκινήσει σε αυτόν τον στίβο. Δεύτερον, ότι ο τύπος πρέπει να της έχει κάνει τρομακτικό συναισθηματικό πόλεμο, πρέπει να είναι ένας ψυχολογικός οχετός για να φεύγει τρέχοντας και να μην τολμάει να κοιτάξει πίσω της όταν αυτός μένει με τα αίματα στο χέρι. Τρίτον, ότι το πράγμα οδεύει φουλ για ψυχολογικό θρίλερ.

Το The Invisible Man είναι προβλέψιμο ως προς αυτά τα τρία στοιχεία, όμως μέχρι εκεί. Σε όλα τα υπόλοιπα σε αφήνει έκπληκτο διαρκώς, ή, για να το θέσουμε καλύτερα, δημιουργεί μια τέτοια αίσθηση ώστε δεν υπάρχει η καθαρή σκέψη και ματιά για τα υπόλοιπα. Ο θεατής μπαίνει βαθιά στον ψυχιμό της κοπέλας. Κι αν έχεις δει το trailer κι έχεις διαβάσει την υπόθεση, με τον τρόπο που έχει γίνει η ταινία, δεν αποφεύγεις να μπεις σε καθεστώς τρέμουλου ακόμα και σε στιγμές που δεν έχει τεθεί καν το κεντρικό ζήτημα.

Αυτό, καθώς είχε δοθεί από το trailer, θέλει τον φίλο της κοπέλας να σκηνοθετεί τον θάνατό του, να βρίσκει τρόπο να γίνει αόρατος και να κάνει τη ζωή της κανονικό μαρτύριο, μόνο και μόνο επειδή τον παράτησε. Επειδή ήταν η πρώτη γυναίκα που τον άφησε. Παρόλο όμως που όλο το στόρι είναι γνωστό, η ταινία καταφέρνει να διατηρήσει στο μέγιστο την αφοσίωσή σου, ενώ κρατάει μερικά δυνατά φύλλα για το τέλος. Αυτό ακριβώς είναι το κόλπο.

Επειδή έχεις μπροστά σου θεωρητικά όλα τα στοιχεία, έχεις επενδύσει σε αυτά, έχεις τοποθετηθεί τόσο μέσα, ώστε δεν μπορείς να μπεις στη διαδικασία να αμφισβητήσεις έστω και λίγο κάποια απ΄αυτά που βλέπεις.

Η Ελίζαμπεθ Μος υποδυόμενη την πρωταγωνίστρια, την Σεσίλια, παίζει να κάνει και μια ερμηνεία καριέρας, ισάξια, αν όχι ανώτερη, του Handmaid’s Tale. Είναι πρώτα και κύρια στο στοιχείο της. Η Σεσίλια είναι φοβισμένη και για δύο εβδομάδες το μακρύτερο που έχει κάνει μόνη της έξω από το σπίτι του φίλου που μένει, είναι μέχρι το γραμματοκιβώτιο.

Στο σημείο που η ζωή της αρχίζει να μπαίνει στις ράγες του φυσιολογικού, εκεί είναι που αρχίζει να δίνει σημάδια της παρουσίας του ο Γκρίφιν, ο πρώην της. Κι έχει καταφέρει με την συμπεριφορά του στη σχέση τους να την έχει διαρκώς στη τσίτα. Ήταν τέτοιος ο τρόπος του, ώστε η Σεσίλια δεν πιστεύει από ένα σημείο και μετά πως πέθανε και καταλαβαίνει απευθείας πως είναι ζωντανός. Εκεί ο Γκρίφιν ποντάρει σε αυτό και υπολογίζει πως οι φίλοι της θα αντιδράσουν όπως αντιδρούν. «Εσύ τον κρατάς ζωντανό με τον φόβο σου» της λένε. Δεν είναι αναίτιος ο φόβος.

Όσα ακολουθούν είναι σαν βγάλσιμο τσιρότου και μέχρι το σημείο που η Σεσίλια μπαίνει σε mode αναχαίτισης, ο θεατής κρατιέται από μια κλωστή. Και πάνω που λίγο πριν το τέλος σκέφτεται πως όλα θα οδηγηθούν σε ένα νορμάλ happy end, πως θα αμυνθεί και θα αντεπιτεθεί η Σεσίλια, οπότε βρίσκεται στην ηρεμία που προκαλεί η αδρεναλίνη της ανόρθωσης, έρχεται μια σκηνή που καταρρέει ξανά τα πάντα.

Συμβαίνει κάτι λίγο πριν το τέλος που σου ανατρέπει όλα τα συναισθήματα προς τον Γκρίφιν και δεν ξέρεις ποια τι να πιστέψεις. Κι αυτό δεν το ξεκαθαρίζει καθόλου εν τέλει. Η ταινία προβάλλει την παγιωμένη πεποίθηση της Ελίζαμπεθ, κορνιζάρει τον Γκρίφιν ως ενορχηστρωτή ενός ακόμα πιο άρρωστου σχεδίου απ΄αυτού που βλέπαμε μέχρι το δείπνο τους στο τέλος, αλλά δεν το δηλώνει. Αφήνει μια σημαντικά μεγάλη χαραμάδα αμφιβολίας, η οποία χτυπιέται διαρκώς από την πρώτη σκηνή της ταινίας.

Η ταινία ξεκίνησε με τον Γκρίφιν να την κυνηγάει. Άρα ό,τι κι αν είδαμε, δεν μπορεί παρά να είναι μέρος του σχεδίου του. Είναι 100% όμως έτσι τα πράγματα;

Η σκηνοθεσία και το σενάριο του Λάι Γουάνελ των ταινιών Insidious είναι άρτια, το μοντάζ τα απογειώνει, καθώς δημιουργεί τη σωστή σχέση της κάθε σκηνής με τις επόμενες και προηγούμενες και για εμάς είναι ένα ακόμα από τα σούπερ θρίλερ-horror της τελευταίας τριετίας, με αρκετά συνώνυμα χαρακτηριστικά με το Get Out και το Midsommar και σε μια νορμάλ χρονιά θα διεκδικούσε θέση στις κορυφαίες ταινίες.

The Invisible Man
Άνετα στα 10 καλύτερα ψυχολογικά θρίλερ των τελευταίων 10 ετών, με μια διαρκώς ανατρεπτική πλοκή, με τον αόρατο φόβο να υφαίνεται σε κάθε σκηνή και αυτό να δημιουργεί ένα συγκεκριμένο συναισθηματικό υπόβαθρο στον θεατή, που όταν τον τοποθετεί έξω απ΄αυτό, νιώθει σα να μην πατάει μια σε στέρεο έδαφος.

Δες τα περαιτέρω εδώ.

The Trial of the Chicago 7
Η σεναριακή γραφή και κινηματογραφική κουλτούρα του Άαρον Σόρκιν στη διαχείριση πραγματικών ιστοριών, είναι από αυτά τα βιώματα που θες να έχεις σε κινηματογραφικό επίπεδο.

Οι συνθήκες της χρονιάς δεν επέτρεψαν κάτι τέτοιο, αλλά και η εμπειρία μέσω Netflix δεν βγαίνει ιδιαίτερα λιποβαρής. Η ένταση εκείνης της εποχής του 1968 σε ένα ούτως ή άλλως επαναστατικό Σικάγο, συντίθεται με όλα τα διαθέσιμα τεχνικά και αφηγηματικά μέσα, με τους ηθοποιούς να ενσωματώνουν τον εαυτό τους στο ρόλο που τους έχει ανατεθεί.

Το αποτέλεσμα είναι αντίστοιχα δυνατό με το When They See Us της Άβα Ντουβερνέ.

Mank
Από τις πιο πρόσφατες κυκλοφορίες, η πιο πρόσφατη στο Netflix σίγουρα. Η ταινία του Φίντσερ που μας μεταφέρει σε ένα άγνωστο παρασκήνιο προς τη δημιουργία του Πολίτη Κέιν, είναι τόσο καλή που θα μπορούσε να προβάλλεται σε εκείνη τη δεκαετία πακέτο με την ταινία και να παίρνει τα ίδια εύσημα.

Ma Rainey’s Black Bottom
Το δίδυμο Ντένζελ Ουάσινγκτον-Βαϊόλα Ντέιβις έχει τρομερή χημεία κι αυτό βγαίνει προς τα έξω. Σε αντίθεση με το υπέροχο Fences όμως, εδώ ο Ντένζελ είναι στην παραγωγή και δίνει όλη τη σκυτάλη στην Ντέιβις που υποδύεται μια θρυλική φιγούρα των blues στην Αμερική των αρχών του αιώνα. Στην ταινία έχουμε επίσης και μια τελευταία καταπληκτική ερμηνεία από τον Τσάντγουικ Μπόζμαν, που πέθανε τον Αύγουστο.

I’m Thinking of Ending Things
Αυτό το αριστούργημα του Τσάρλι Κάουφμαν τα έχει όλα. Πιάνει και στραγγίζει κάθε σημείο του συναισθηματικού φάσματος, σε βαθμό που δεν πιστεύω ότι μπορούν να βρεθούν λέξεις ουσιαστικές που να διαφέρουν απ΄όσα γράφτηκαν ήδη στο ακόλουθο review.

Tenet
Πολλοί την κριτίκαραν αρνητικά. Πολλοί θεώρησαν ότι έχει κενά και ότι αυτό το τόσο ακαταλαβίστικο της είναι λόγος ψόγου. Δε θα μπορούσα να διαφωνήσω περισσότερο για αρκετά απ΄όσα γράφτηκαν για το Tenet.

Μέσα μου δεν βρίσκω λόγο να διαφέρει η εκτίμηση μου προς την ταινία απ΄αυτό που βίωσα με το Inception και θα επιμείνω σε αυτό που γράφει μέσα και το review: είναι η ταινία που θα μνημονεύεται περισσότερο στην προσεχή δεκαετία!

Και για να κάνω κι ένα λογοπαίγνιο, δεν είναι Tenet, αλλά είναι Ταινιάρετ.

ΔΕΙΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ