ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΠΟΤΑΜΙ: «Η διάλυση θα είναι ολική. Δεν θα μείνει τίποτα.» Τι αποκαλύπτει ο Κων.Καζάκος για την συνέχεια της σειράς

968

Τι αποκαλύπτει ο Κωνσταντίνος Καζάκος

Στη συνέντευξή του στο ethnos.gr, ο ηθοποιός Κωνσταντίνος Καζάκος μιλά για τις μνήμες, την καλλιτεχνική πορεία, τα μελλοντικά σχέδια, το μεγάλο απωθημένο και την παρουσία του στην επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά το «Κόκκινο ποτάμι»


Ο Κωνσταντίνος Καζάκος διαισθάνθηκε από πολύ νωρίς ότι κατείχε όλα τα γονίδια που θα καθόριζαν τη μελλοντική επιλογή του να ακολουθήσει το επάγγελμα του ηθοποιού. Η επαγγελματική του εξέλιξη ήταν αναμενόμενη, διότι μεγάλωσε μέσα σε ένα περιβάλλον ηθοποιών που του δίδαξαν τέχνη και του κληροδότησαν την αγάπη τους προς αυτήν, αφού είναι γνωστό το ότι και οι δύο γονείς του έχουν καταθέσει δυναμικά τη δική τους επιτυχημένη σφραγίδα στον χώρο του θεάματος.

Ο ίδιος, έπειτα από 26 χρόνια αναγνωρισμένης παρουσίας στα καλλιτεχνικά δρώμενα και έχοντας διανύσει τα δικά του μονοπάτια, μιλά στο ethnos.gr για τις μνήμες του, την καλλιτεχνική πορεία, τα μελλοντικά του σχέδια, το μεγάλο απωθημένο που έχει στη ζωή του και την παρουσία του στην επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά το «Κόκκινο ποτάμι» στην οποία πρωταγωνιστεί.

Ήταν εσωτερικός σας πόθος να ακολουθήσετε το επάγγελμα του ηθοποιού;

Είχα την τύχη να μεγαλώσω μέσα στο θέατρο, που αποτελεί έναν πολύ όμορφο και γοητευτικό χώρο και είναι δύσκολο να μην το αγαπήσει ένα παιδί. Η ιδέα του «φύτρωνε» μέσα μου σιγά σιγά, σαν σποράκι. Το 1985, σε ηλικία 16 ετών, έκανα έναν από τους φρουρούς στην παράσταση «Μήδεια» και παράλληλα έστηνα τα σκηνικά του θεάτρου ενώ ήδη έπαιζα κιθάρα.

Ο πατέρας μου νωρίτερα μου είχε προτείνει «έλα το καλοκαίρι να συμμετάσχεις στην παράσταση για να πάρεις την κιθάρα που θέλεις». Εκεί ήταν η πρώτη μου εμφάνιση επί σκηνής. Αρχικά είχα δίλημμα μεταξύ μουσικής και θεάτρου, ωστόσο επέλεξα το θέατρο, γιατί μου ήταν πολύ πιο οικείος χώρος. Έβαλα, λοιπόν, στην άκρη την μουσική που εξίσου αγαπούσα. Τα τελευταία δέκα χρόνια, όμως, ασχολούμαι ξανά μαζί της.

Ζώντας από μικρή ηλικία σε περιβάλλοντα ηθοποιών, ποιους ξεχωρίσατε;

Είναι πολλοί. Περισσότερο θαύμαζα τους ξένους ηθοποιούς. Μου άρεσαν οι Αμερικανοί: Μάρλον Μπράντο, Αλ Πατσίνο, Ρόμπερτ ντε Νίρο και Τζακ Νίκολσον. Επίσης, οι «τεράστιοι» Εγγλέζοι σαιξπηρικοί ηθοποιοί όπως ο Λόρενς Ολίβιε και ο Τζον Γκίλγκουντ. Από τους νεότερους μου αρέσει ο Ίαν ΜακΚέλεν, ο Γκάνταλφ στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών. Από Έλληνες είχα ξεχωρίσει τον Ντίνο Ηλιόπουλο και τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο.

Τον Παπαγιαννόπουλο τον αγαπούσα γιατί τον γνώρισα. Είχαμε οικογενειακές σχέσεις. Ήταν μεγάλος ηθοποιός και εξαιρετικά καλός με τα παιδιά. Με χειριζόταν όμορφα και περνούσαμε καλά μαζί, καθώς ήμουν κάθε μέρα στο θέατρο όταν παιζόταν το «Μεγάλο μας τσίρκο». Κάναμε διάφορα τα οποία θυμάμαι ακόμα, παρόλο που τότε ήμουν 4 ετών. Με τον Ηλιόπουλο δεν είχα συναναστραφεί, όμως τον εκτιμούσα και τον εκτιμώ και θεωρώ ότι ήταν από τους καλύτερους ηθοποιούς που έχει βγάλει η Ελλάδα.

Στο θέατρο ξεκινήσατε το 1993. Από το 1994 μέχρι σήμερα συμμετέχετε σε σίριαλ της τηλεόρασης και από το 2008 στον κινηματογράφο. Ποιο κομμάτι της επαγγελματικής σας κατεύθυνσης αγαπάτε περισσότερο και γιατί;

Σαφέστατα αγαπώ το θέατρο, γιατί είναι το βασίλειο του ηθοποιού. Αν και τώρα έχει αλλάξει μορφή και είναι το βασίλειο του… σκηνοθέτη, κάτι που, κατά τη γνώμη μου, αυτό είναι ένα τεράστιο λάθος.Το βασίλειο του σκηνοθέτη είναι η τηλεόραση και ο κινηματογράφος. Στο θέατρο, η δουλειά του είναι να βοηθάει τους ηθοποιούς, και όχι να τους αναγκάζει να κάνουν πράγματα που εξυπηρετούν τη δική του οπτική γωνία, με τα οποία συνήθως οι ηθοποιοί διαφωνούν.

Ελάχιστοι ηθοποιοί αντιδρούν σε αυτό. Και έτσι έχουμε φτάσει στο σημείο να βλέπουμε παραστάσεις κλασικών έργων που εξυπηρετούν την άποψη και τα ευρήματα του σκηνοθέτη, και όχι του συγγραφέα. Λίγοι είναι οι σκηνοθέτες που ξέρουν καλά τη δουλειά τους και δεν κάνουν πράγματα μόνο για εντυπωσιασμό. Η τηλεόραση είναι ένα βασικό μέσο για έναν ηθοποιό, γιατί μπορεί να φτάσει σε ανθρώπους που αδυνατούν να τον δουν στο θέατρο.

Τι θυμόσαστε από τη θεατρική πορεία σας;

Οι αναμνήσεις που έχω είναι πολλές και ωραίες. Θυμάμαι στο Θέατρο Τέχνης όπου, ενώ κάναμε πρόβες από το πρωί μέχρι το βράδυ, πάντα περνούσαμε υπέροχα, παρόλο που ήμασταν όλοι εξαντλημένοι. Θυμάμαι, επίσης, το ταξίδι που κάναμε στην Ισπανία για να παίξουμε σε φεστιβάλ, όπου για το 19χρονο παιδί που ήμουν τότε ήταν μεγάλη εμπειρία.

Αυτό, όμως, πού μου έχει μείνει πολύ έντονα στη μνήμη μου ήταν όταν γνώρισα τον Ινοκέντι Σμοκτουνόφσκι, ο οποίος είχε κάνει τον ασπρόμαυρο «Άμλετ». Τον είχαμε καλέσει στο σπίτι μας στην Αθήνα και έτσι γνώρισα αυτόν τον τεράστιο ηθοποιό, ο οποίος, μάλιστα, μου είχε κάνει φοβερή εντύπωση γιατί ήταν σαν να έβλεπες έναν άνθρωπο από νερό! Άλλαζε συνέχεια και δεν υπήρχε τίποτα σταθερό επάνω του. Όλα του άλλαζαν. Ακόμα και όταν περιέγραφε κάτι -ενώ δεν γνώριζες την γλώσσα- καταλάβαινες τι ακριβώς έλεγε. Οι κινήσεις, οι εκφράσεις του… Ήταν καταπληκτικός και ως ηθοποιός και ως άνθρωπος.

Συμμετέχετε στο «Κόκκινο ποτάμι», μια σειρά που ξυπνάει πονεμένες μνήμες. Μιλήστε μας γι’ αυτήν.

Το «Κόκκινο ποτάμι» κάνει πρωτοφανή ποσοστά τηλεθέασης σε ένα ουσιαστικά νέο κανάλι. Πρόκειται για μια τεράστια παραγωγή που περιλαμβάνει 170 ηθοποιούς και 1.400 κομπάρσους. Είμαι χαρούμενος που ανήκω στην ομάδα των ηθοποιών, με σκηνοθέτη τον Μανούσο Μανουσάκη, τον οποίο αγαπώ. Όλοι οι συντελεστές είναι εξαιρετικοί, όπως είναι επίσης πολύ καλό και το βιβλίο. «Μιλάει» στην ψυχή και στην καρδιά όχι μόνο στον κόσμο που έχει ρίζες από τον Πόντο, αλλά και σε όλους τους Έλληνες. Οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί ήταν καθαροί Έλληνες και πολλές φορές ήταν ακόμα πιο Έλληνες από αυτούς που ζούσαν στην Ελλάδα. Το σίριαλ είναι καλλιτεχνικά άρτιο, δοσμένο με ωραίο τρόπο, με σωστά γυρίσματα και χωρίς εκπτώσεις. Είναι και ένα βασικό μάθημα Ιστορίας, το οποίο αυτή τη στιγμή, δυστυχώς, το χρειαζόμαστε εμείς οι Έλληνες, γιατί ξεχάσαμε πολύ γρήγορα πολλά. Και όταν ένας λαός δεν θυμάται την ιστορία του, είναι καταδικασμένος συνεχώς να κάνει τα ίδια λάθη. Αυτό πρέπει να το καταλάβουμε.

Ποιος είναι ο ρόλος σας στην υπόθεση;

Υποδύομαι τον γιατρό Νικολαΐδη. Είναι ένας αγνός άνθρωπος, ο οποίος είναι πολύ έξυπνος, καλοπροαίρετος και αισιόδοξος. Ενώ βλέπει τα τραγικά και τα άσχημα που συμβαίνουν γύρω του, εξακολουθεί να πιστεύει ότι τα πράγματα θα πάνε καλά και εντέλει θα υπάρξει ισορροπία και δικαιοσύνη. Κάτι που δεν έρχεται, βέβαια, ποτέ. Η πιο δυνατή στιγμή του ρόλου μου είναι όταν βρίσκομαι στο μέτωπο και υποχρεώνομαι να γίνω ο γιατρός των Τούρκων. Αυτό θα είναι ζόρικο.Το σίριαλ βασίζεται στην ιστορία που περιγράφει το βιβλίο, όμως κάποιοι χαρακτήρες είναι λίγο αλλαγμένοι. Ωστόσο, έχει τρομερή απήχηση. Να σας πω ότι κάθε φορά που περνάω μπροστά από ένα καφενείο πηγαίνοντας τον γιο μου στο σχολείο με φωνάζουν «ντοτόρ»-«ντοτόρ»!

Τι είναι αυτό κατά τη γνώμη σας που προκαλεί τρομερή απήχηση;

Βλέποντας τις εικόνες από το σίριαλ, θα αναρωτηθεί κανείς αν παρακολουθεί ελληνική τηλεόραση. Έγιναν γυρίσματα σε πολλά μέρη. Στην Αθήνα, την Πλάκα, τη Δράμα, την παλιά πόλη της Ξάνθης, τη Βέροια και στα Τρίκαλα. Έχουν γίνει γυρίσματα και στο εξωτερικό, στην Αγία Πετρούπολη και στο Παρίσι. Θα ήθελα να πω ότι το γύρισμα με το τρένο έγινε στη Δράμα. Το βαγόνι ήταν από το αυθεντικό Orient Express με τη μηχανή και το φουγάρο του. Έφεραν άλλες μηχανές του ΟΣΕ για να τραβήξουν την παλιά ατμομηχανή που τραβούσε το βαγόνι και έβγαιναν οι καπνοί. Ήταν πολύ ωραίο πλάνο. Δεν υπάρχουν τέτοια γυρίσματα στην Ελλάδα. Το βασικό είναι ότι ο Μανουσάκης είναι πολύ έμπειρος και έξυπνος άνθρωπος. Ξέρει τι θέλει και πώς θα το πάρει. Αγαπά πολύ τους ηθοποιούς και αισθάνεσαι σιγουριά μαζί του γιατί δεν θα σε αφήσει να εκτεθείς. Αυτή η σιγουριά είναι που μας κάνει να ανθίζουμε και να δίνουμε τον καλύτερό μας εαυτό. Με αντίξοες συνθήκες, με πολλή κούραση, με δύσκολα γυρίσματα, με κρύο ή με ζέστη, μας δίνει τη δύναμη να συνεχίζουμε. Ο Μανούσος είναι το «κλειδί» και όλο αυτό το ωραίο αποτέλεσμα είναι δικό του οικοδόμημα.

Εκμυστηρευτείτε μας ένα μέρος από την εξέλιξη της ιστορίας.

Η οικογένεια Νικολαΐδη δεν θα περάσει καλά. Δεν θα έχουν ωραίες στιγμές. Αρχίζει η πτώση και σιγά-σιγά αποδομείται όλη η οικογένεια. Όποιος έχει διαβάσει το βιβλίο θα το γνωρίζει. Η διάλυση θα είναι ολική. Δεν θα μείνει τίποτα. Το σίριαλ περιγράφει μια γενοκτονία, οπότε δεν θα μείνουν πολλοί ζωντανοί. Δεν είναι, όμως, επί του παρόντος, γιατί έχει μέλλον μέχρι να ολοκληρωθεί ο επίλογος.

Θεωρείτε ότι το σίριαλ μεταφέρει μηνύματα από το τότε στο τώρα; Σχετίζεται με τις «ταραγμένες» εξελίξεις που βλέπουμε γύρω μας όχι μόνο στα Βαλκάνια, αλλά και στη Μέση Ανατολή;

Νομίζω ότι είναι φανερό. Αυτά τα οποία ζήσαμε τα ζούμε και θα τα ξαναζήσουμε. Στη Συρία, πάλι, θα αρχίσουν οι πορείες θανάτου και η ιστορία θα επαναλαμβάνεται συνεχώς. Ο μόνος τρόπος για να μην επαναληφθεί είναι αν κάποιος πάρει τα κατάλληλα μέτρα για να αλλάξουν όλα αυτά. Πρέπει, βέβαια, να γνωρίζει ιστορία και να έχει παιδεία. Την παιδεία, όμως, καμία εξουσία δεν τη θέλει. Οι εξουσίες επιλέγουν πρόβατα και όχι σκεπτόμενους πολίτες, για να κάνουν ότι τους λένε. Νομίζω ότι το σίριαλ ήρθε και «έκατσε» στην κατάλληλη στιγμή. Όλα όσα γίνονται γύρω μας τα βλέπουμε μπροστά μας να ακολουθούν αυτά που ανέκαθεν γίνονταν.

Σας ανησυχούν αυτά που συμβαίνουν στα νησιά μας με την αυξανόμενη ροή των εισερχομένων μεταναστών-προσφύγων;

Νομίζω ότι αυτό μακροπρόθεσμα δεν θα μας βγει σε καλό αν συνεχιστεί. Η Τουρκία είχε οργανωμένη και συγκεκριμένη εξωτερική πολιτική από την οποία όποιος και αν ανέβαινε στην εξουσία δεν παρέκκλινε των σχεδίων ενώ εμείς εδώ στην Ελλάδα δεν λειτουργούμε έτσι. Έχουμε και τα προβλήματα που έχουμε σαν χώρα… Η Τουρκία είχε πάντα συγκεκριμένη πολιτική, ενώ εμείς είμαστε του «ναι», χωρίς να γινόμαστε συγκεκριμένοι. Κάποια στιγμή θα την πληρώσουμε. Ίσως κάτι να χάσουμε.

Αν ήσασταν πολιτικός, τι θα προτείνατε;

Δεν είμαι (γέλια). Η πολιτική είναι ένας περίεργος χώρος. Η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της, και όταν κάποιος πάει να κάνει κάτι σοβαρό, τον «κόβουν». Δεν θα ήθελα να ασχοληθώ με την πολιτική. Προτιμώ να έχω τη συνείδησή μου, η οποία είναι πολύ πιο καθαρή. Αυτά που σκέφτομαι και πιστεύω τα μεταφέρω μέσα από τη δουλειά μου. Εκεί είναι η δύναμη της τέχνης μου.

Τι ετοιμάζετε για την επόμενη σεζόν;

Τον Ιανουάριο και για 10 ημέρες πρόκειται να «ανέβει» στο Μέγαρο Μουσικής η «Όμορφη πόλη», που θεωρώ ότι θα είναι κάτι πολύ όμορφο. Με λατρεμένες μουσικές του συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, τον οποίο όλοι έχουμε στο DNA μας. Οι πρόβες θα ξεκινήσουν στα τέλη Νοεμβρίου και θα πρωταγωνιστήσουμε μαζί με τον πατέρα μου. Θα είμαστε μία ομάδα καλλιτεχνών που θα συμπεριλαμβάνει τη Λήδα Πρωτοψάλτη, τον Γιώργο Κιμούλη, την Πέγκυ Σταθακοπούλου και άλλους αξιόλογους συνεργάτες. Θα τραγουδήσουν ο Γιάννης Κότσιρας και ο Δημήτρης Μπάσης. Ετοιμάζω, επίσης, ένα θεατρικό έργο το οποίο θα ανέβει τον Μάρτιο. Το κείμενο θα είναι μια συνομιλία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη με τη μητέρα του την Ελλάδα και θα πρωταγωνιστεί μαζί μου η Τατιάνα Παπαμόσχου. Θα είναι ένα μικρό μάθημα Ιστορίας που θα έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον.

Είστε ο πρόεδρος του Ιδρύματος «Τζένη Καρέζη». Μιλήστε μας για την κοινωνική προσφορά του…

Το Ίδρυμα «Τζένη Καρέζη» βοηθά στην ανακούφιση των ανθρώπων από τον πόνο, δίνοντάς τους ελπίδα. Προσπαθήσαμε να αλλάξουμε την άχαρη και μοναχική διαδικασία που περνούν οι άνθρωποι με χρόνιες παθήσεις προσφέροντάς τους ποιότητα ζωής με αξιοπρέπεια και το καταφέραμε γιατί τόσα χρόνια κάναμε πολύ καλή δουλειά.

Βοηθήσαμε δωρεάν χιλιάδες ανθρώπους. Τώρα, όμως, δυσκολευόμαστε. Δεν έχουμε καμία κρατική επιχορήγηση και στηριζόμαστε μόνο στη βοήθεια του απλού κόσμου. Σήμερα έχουμε προβλήματα και προσπαθούμε να τα λύσουμε για να κρατηθούμε όρθιοι. Προς το παρόν τα καταφέρνουμε, αλλά με τεράστια δυσκολία. Παλεύουμε, όμως, με όλες μας τις δυνάμεις να το κρατήσουμε ζωντανό.

Εάν μπορούσαμε να γυρίσουμε πίσω τον χρόνο, ποιο κομμάτι σας θα θέλατε να ξαναζήσετε;

Σίγουρα δεν πέρασα τον χρόνο που θα ήθελα με τη μητέρα μου, έφυγε νωρίς. Ήμασταν πολύ δεμένοι και αγαπημένοι γιατί είχαμε ζήσει πολλά και σαφώς θα ήθελα να ζήσω μαζί της και άλλα. Όμως αυτό δεν έγινε. Η μητέρα μου έφυγε πριν με δει να παίζω στο θεατρικό σανίδι. Το μόνο που πρόλαβε ήταν τις εξετάσεις μου στο Θέατρο Τέχνης, και μάλιστα όχι τις κανονικές. Είχε έρθει μόνη της να δει τη γενική δοκιμή των τελικών πτυχιακών μου εξετάσεων και εκείνο που μου είχε πει τότε ήταν ότι «αυτό που ήθελα να δω το είδα»… Μετά δεν κρατήθηκε για πολύ στη ζωή. Την έχασα νωρίς και αυτό είναι το απωθημένο μου.

Αποτέλεσε η Τζένη Καρέζη, κατά την άποψή σας, ένα ισχυρό πρότυπο στην εποχή της που εξέλιξε τον ρόλο της γυναίκας στην τότε ελληνική κοινωνία;

Η Τζένη ήταν μια καινούργια Ελληνίδα. Μία Ευρωπαία-Eλληνίδα που στην εποχή της σήκωσε το βάρος της τέχνης της. Ήξερε να μιλάει, ήξερε να φέρεται, ήξερε να συζητάει και προπάντων δεν ένιωθε κατώτερη από τους άντρες. Δεν ήταν εύκολα πράγματα αυτά για μια γυναίκα της δεκαετίας του ’50 και του ’60. Τότε δεν υπήρχαν τέτοιες Ελληνίδες. Ξέρετε εσείς καμία; Εκείνη ήταν ένα καινούργιο μοντέλο. Και αξεπέραστο.

Πηγή: ethnos.gr

ΔΕΙΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ